προοδοποιήσασθαι

προοδοποιήσασθαι
προοδοποιέω
prepare
aor inf mid
προοδοποιήσασθαι , προοδοποιέω
prepare
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”